-
1 вал
вал Iм1. (земляная насыпь) τό ἀνάχωμα, τό ϋψωμα:крепостной \вал τό τειχόκαστρο, ὁ τοίχος του κάστρου;2. (волна) τό κῦμα (θάλασσας); ◊ девятый \вал τό ἔννατο κῦμα, τό μεγάλο κϋμα; огневой \вал воен. ὁ φραγμός πυρός.вал IIм тех. ὁ ἀξονας:приводной \вал ὁ κινητήριος ἄξονας; коленчатый \вал ὁ στροφαλοφόρος ἄξονας. -
2 электродвигатель
ο ηλεκτροκινητήραςο ηλεκτρικός κινητήραςвключать - συνδέω τον - α, βάζω εμπρός τον - αотключать - αποσυνδέω/σταματώ τον - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электродвигатель
-
3 гребной
επ.1. κωπηλατικός•гребной спорт κωπηλασία.
2. κωπήλατος, κωπήρης•-ое судно κωπήλατο σκάφος.
3. ωθητικός, κινητήριος•гребной вал ο άξονας του έλικα•
гребной винт έλικας πλοίου, ο προωστήρας.
-
4 брашпиль
мор. о εργάτ/ης (της άγκυρας), το βαρούλκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брашпиль